debatir - ορισμός. Τι είναι το debatir
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι debatir - ορισμός

DISCUSIÓN DE OPINIONES CONTRAPUESTAS ENTRE DOS O MÁS PERSONAS
Debatir; Programa de debates; Debates; Discusión
  • satirizando]] el contenido de los debates. 1795

debatir         
verbo trans.
1) Altercar, contender, discutir, disputar sobre una cosa.
2) poco usado Combatir, guerrear.
verbo prnl.
Galicismo por agitarse, forcejar, sacudirse.
debatir         
debatir (del lat. "debattuere"; en 3.ª acep. tomado del fr.)
1 tr. Hablar sosteniendo opiniones distintas sobre cierto asunto: "Hoy se debatirá en la asamblea el proyecto de reforma". *Discutir.
2 Luchar por una cosa. Combatir.
3 ("en, entre") prnl. Luchar interiormente: "Se debate en la duda. Se debate entre la vida y la muerte".
debatir         

Βικιπαίδεια

Debate

El debate es la discusión en la que dos o más personas opinan acerca de uno o varios temas y en la que cada uno expone sus ideas y defiende sus opiniones e intereses.[1]

Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για debatir
1. A Letizia le gusta intervenir, debatir, rebatir, opinar.
2. Pero eso significa analizar juntos, debatir juntos y... luchar juntos.
3. "Resulta complicado debatir sobre este tipo de cosas.
4. Los editores estadounidenses necesitaban debatir si seguir adelante.
5. Una organización de vanguardia debe analizar, debatir, proponer.
Τι είναι debatir - ορισμός